- εφηλίδα
- η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις)μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδανεοελλ.(ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένουαρχ.1. σιδερένιο έλασμα για τη στερέωση καρφιού2. λέπρα («ἔφηλις ἀργινόεσσα», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με ποικίλες σημασίες, οι οποίες καθιστούν την ετυμολ. τής λέξεως αβέβαιη. Οπωσδήποτε συνδέεται με το ἧλος* «καρφί» και πιθ. προήλθε από τη φρ. ἐφ' ἥλου (ὤν) με σημ. «αυτό που βρίσκεται πάνω σε καρφί» ή «το άνω τμήμα τού καρφιού» ή «αυτός που έχει εφοδιαστεί με καρφί». Από άλλους θεωρήθηκε μεταρρηματικό τού εφηλῶ (< επί + ἧλος) «καθηλώνω, καρφώνω, στερεώνω», ενώ, τέλος, άλλοι τό συνέδεσαν με το ἥλιος*].
Dictionary of Greek. 2013.